πρόστυλος

πρόστυλος
-η, -ο / πρόστυλος, -ον, ΝΑ
1. αυτός που έχει στην πρόσοψή του στύλους
2. συνεκδ. αυτός που έχει στην πρόσοψή του στοά
3. φρ. «πρόστυλος ναός»
(στην αρχαιότητα) ναός ο οποίος είχε μπροστά από την κύρια είσοδο στοά αποτελούμενη από τέσσερεις ή έξι ή οκτώ κίονες
αρχ.
το ουδ. ως ουσ. τὸ πρόστυλον
η στοά.
[ΕΤΥΜΟΛ. < προ-* + στύλος].

Dictionary of Greek. 2013.

Игры ⚽ Нужен реферат?

Look at other dictionaries:

  • πρόστυλος — η, ο 1. για οικοδομές, αυτός που έχει μπροστά στύλους, στοά. 2. (αρχαιολ.), ο ναός που έχει στην κύρια είσοδο στοά με στύλους (κίονες): Πρόστυλος ναός …   Νέο ερμηνευτικό λεξικό της νεοελληνικής γλώσσας (Новый толковании словарь современного греческого)

  • próstilo — ► adjetivo ARQUITECTURA Se aplica al templo que, además de tener las dos columnas contiguas, tenía otras dos enfrente de las pilastras angulares. * * * próstilo (del gr. «próstylos») adj. Arq. Se aplica a los templos clásicos con un pórtico de… …   Enciclopedia Universal

  • Νάος — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • αμφιπρόστυλος — η, ο (Α ἀμφιπρόστυλος, ον) (ναός ή άλλο οικοδόμημα) που έχει στοά σε καθεμία από τις δύο στενές πλευρές του. [ΕΤΥΜΟΛ. < ἀμφι * + πρόστυλος] …   Dictionary of Greek

  • ναός — Ο χώρος που είναι αφιερωμένος στη λατρεία του θεού, η κατοικία του θεού. Η έννοια του ν. συνδέεται γενικά με την έννοια του ιερού που, πιθανότατα, προηγείται και που σημαίνει έναν χώρο, συνήθως φυσικό, όπου η θεότητα εκδηλώνει την παρουσία και τη …   Dictionary of Greek

  • πάρος — Νησί των Κυκλάδων, το τρίτο σε έκταση (194,46 τ. χλμ.). Βρίσκεται στα Ν του συγκροτήματος Μυκόνου Δήλου, Δ της Νάξου και Α της Σίφνου. Ωοειδής στο σχήμα, με τους μεγάλους κόλπους της Νάουσας στα Β, της Παροικιάς στα Δ και του Δρυού στα Ν, και… …   Dictionary of Greek

  • στύλος — Πεδινός οικισμός (296 κάτ., υψόμ. 40 μ.), στην επαρχία Αποκορώνου του νομού Χανίων. Είναι έδρα της ομώνυμης κοινότητας (11 τ. χλμ., 448 κάτ.), στην οποία ανήκουν και άλλοι τρεις μικρότεροι οικισμοί, το Πρόβαρμα (72 κάτ., υψόμ. 100 μ.), ο Σαμωνάς… …   Dictionary of Greek

  • Κλεωνές — Αρχαία πόλη της Πελοποννήσου, στον δρόμο από την Κόρινθο προς το Άργος, 3 χλμ. ΝΑ του σημερινού οικισμού Αρχαίες Κ. Κατά την παράδοση πήρε την ονομασία της από την κόρη του ποταμού Ασωπού, Κλεώνη. Η πόλη αναφέρεται ήδη στα ομηρικά έπη, στη δύναμη …   Dictionary of Greek

  • Σούνιο — I Τοποθεσία της Αττικής στο νοτιότατο άκρο της, όπου βρίσκεται και το ομώνυμο ακρωτήριο. Στην αρχαιότητα το Σ. ήταν ένας από τους αττικούς δήμους, που αποτελούσαν την πόλη των Αθηνών. Στο Σ. υπήρχαν επίσης δύο ιερά, ένα του Ποσειδώνα, του οποίου… …   Dictionary of Greek

  • próstilo — (Del gr. πρόστυλος). ☛ V. templo próstilo …   Diccionario de la lengua española

Share the article and excerpts

Direct link
Do a right-click on the link above
and select “Copy Link”